Δάσκαλοι και συγκέντρωση υπογραφών: πλεονεκτήματα και αβλεψίες, του Ευθύμη Τσιλικίδη
Το έγγραφο της Διδασκαλικής
Ομοσπονδίας για τη συγκέντρωση υπογραφών έφτασε στα δημοτικά σχολεία
κάπως απρόσμενα, εντούτοις σε μια πολιτική στιγμή που η αγανάκτηση της
μεγάλης πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών είναι πασίδηλη.
Είδαμε συναδέλφους που απέφευγαν μετά βδελυγμίας
την πολιτικολογία να προβληματίζονται, να προσπαθούν να συγκροτήσουν τη
σκέψη τους, να ξεπερνούν τις όποιες φοβίες τους, να συνομιλούν, να
τοποθετούνται δημόσια πράττοντας το αυτονόητο: εκφράζοντας ελεύθερα τη
γνώμη τους σε μια συλλογική διαδικασία.
Στα περισσότερα σχολεία, ειδικά σε αυτά που θα
μπορούσαμε χωρίς δισταγμούς να χαρακτηρίσουμε πολιτικοποιημένα, η λίστα
των επώνυμων υπογραφών συμπληρώθηκε γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι πληροφορίες όμως αναφέρουν ότι σε κάποια άλλα το έγγραφο δεν άγγιξε.
Αν και μετά την παράταση που δόθηκε η διαδικασία ακόμη τρέχει, θα
καταγράψω κάποιες ανησυχίες μου με τον κίνδυνο να διαψευστώ ευχάριστα
από την προσδοκώμενη καθολική απόρριψη των επίδικων νομοθετημάτων από
τους/τις συναδέλφους.
Πλεονεκτήματα
Πέρα από το γεγονός ότι η πρόταση ενεργοποιεί και
πάλι το σύνολο των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας σε μια περίοδο όπου η
συνδικαλιστική δράση εστιάζει κυρίως στο μπλοκάρισμα των συναντήσεων για
την αξιολόγηση, υπάρχουν στην πρόταση της Ομοσπονδίας κάποια φανερά
πλεονεκτήματα:
Η συγκέντρωση υπογραφών δίνει τη δυνατότητα να μην
συγχέονται τα ενίοτε χαμηλά ποσοστά των απεργιών των εκπαιδευτικών με
την πραγματική πολιτική τους βούληση, παρακάμπτοντας έτσι την αυξημένη
στην περίοδο αυτή οικονομική τους δυσχέρεια, η οποία επιδρά αρνητικά
στην πραγματοποίηση πολυήμερων απεργιών και δημιουργεί μια στρεβλή
εικόνα υποτιθέμενης συναίνεσης στα κυβερνητικά σχέδια.
Επίσης δίνεται δυνατότητα έκφρασης σε όλους όσους
για διάφορους λόγους αντιμετωπίζουν δυσκολίες να παρευρεθούν ενεργά στις
συνελεύσεις και, κατά κάποιο τρόπο, θέτει τους εκπαιδευτικούς προ των
πολιτικών ευθυνών τους. Αποτελεί ένα πρώτο βήμα για μια νέα, αναγκαία
είσοδο της πολιτικής στο χώρο της εκπαίδευσης, τουλάχιστον εκεί που αυτό
δεν έχει συμβεί. Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι ο εκπαιδευτικός
συνδικαλισμός μεγεθύνει την πολιτική βάση του. Βέβαια, στο σημείο αυτό
είναι αναγκαίο να επισημανθεί το αυτονόητο: καμιά υπογραφή δεν μπορεί να
υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία, την τεράστια σημασία της συνάθροισης
και προσέγγισης των σωμάτων στις συνελεύσεις, στις συγκεντρώσεις και
στις πορείες διαμαρτυρίας.
Τρίτον, προσφέρει ένα επικοινωνιακό όπλο στις
ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών για την κατάρριψη των κυβερνητικών
επιχειρημάτων περί έλλειψης ενότητας, αυθαίρετων ισχυρισμών της
συνδικαλιστικής ηγεσίας και, ακόμη περισσότερο, συναίνεσης των
εκπαιδευτικών στα νομοθετήματα. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε
ότι η εικόνα που προσπαθεί να δημιουργήσει η κυβέρνηση στην κοινή γνώμη
για τη στάση ενός από τα πιο πολυπληθή συνδικάτα της χώρας επιδρά
αρνητικά στη διάθεση αντίστασης της υπόλοιπης κοινωνίας. Οι
εκπαιδευτικοί, ως η κοινωνική ομάδα των υπαλλήλων που δε χρειάστηκε την
κυβερνητική εύνοια για να εισαχθεί στο Δημόσιο και με σχετικά πλούσια
παιδεία (όπως φαίνεται από την κοινωνική και πολιτική δράση, τους
τίτλους σπουδών κλπ.), είναι μάλλον αυτή τη στιγμή ο κύριος στόχος, το
επόμενο βήμα της προσπάθειας καθυπόταξης του πλήθους, της μετατροπής
του σε μια φοβισμένη, πειθήνια, εύπλαστη μάζα.
Τέλος, η διεύρυνση της βάσης που αρνείται φανερά
την αξιολόγηση δημιουργεί νέες δυνατότητες αξιοποίησης αυτού του
δεδομένου αγωνιστικά και επικοινωνιακά, αν και αυτό είναι ζήτημα που θα
συζητηθεί μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Αβλεψίες
Υπάρχει ωστόσο και εύλογος προβληματισμός για την
όλη διαδικασία και τα πιθανά αποτελέσματά της. Δεν θα σχολιάσω την
ποιότητα του κειμένου που συνόδευσε τη λίστα υπογραφών, την
καταλληλότητα της χρονικής στιγμής που αποφασίστηκε η δράση ή την άποψη
ότι θα έπρεπε να έχει προηγηθεί μια καμπάνια για τη διαδικασία. Νομίζω
ότι ο σκεπτικισμός για όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας. Άλλωστε τα
επίδικα ζητήματα βρίσκονται στην ατζέντα της εκπαιδευτικής πολιτικής εδώ
και χρόνια, ενώ η απάντηση της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών είναι
δεδομένη. Υπάρχουν πιο ουσιαστικές ενστάσεις που πρέπει να εξετάσουμε.
Πρώτα αυτή που στρέφεται ενάντια στην επιλογή της
διαδικασίας των επώνυμων υπογραφών. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο μέσος πολίτης
σ’ αυτή τη χώρα εξαντλεί την πολιτική δράση του με τη συμμετοχή του στη
μυστική ψηφοφορία των βουλευτικών, δημοτικών κλπ. εκλογών, όποτε αυτές
προκηρύσσονται. Είμαστε βέβαιοι ότι όλοι οι δάσκαλοι θα θελήσουν να
εκφράσουν την αντίθεσή τους φανερά; Ότι θα φανούν οι ίδιοι πιο τολμηροί
από το μέσο ψηφοφόρο παρότι η κυβερνητική τρομοκρατία αυξάνεται
καθημερινά; Ότι θα ξεχάσουν πως την επομένη της ανοιχτής αντίθεσής τους η
στάση τους ενδέχεται να συνυπολογιστεί στην πιθανή αξιολόγησή τους;
Ένας δεύτερος, σιβαρότερος λόγος είναι ότι η λίστα
υπογραφών διεκπεραιώνει μια συλλογική διαδικασία αντίστασης με έναν
τρόπο ατομικό. Τι εννοώ; Είναι τελείως διαφορετική η συγκέντρωση των
συναδέλφων, η συνομιλία και η συναπόφαση στα πλαίσια της συνεδρίασης του
Συλλόγου Διδασκόντων κάθε σχολείου από μια ξερή υπογραφή. Η
συνεδρίαση δημιουργεί κλίμα εγγύτητας, επικοινωνίας, δημοκρατίας,
ενότητας, αλληλεγγύης, εναντίωσης, αγώνα. Αντίθετα, η υπογραφή στο μυαλό
κάποιων συνδέεται με τον ατομικισμό και τη διστακτικότητα, αν
θυμηθούμε κάποια συχνόχρηστα τσιτάτα της καθομιλουμένης. Εδώ κάποιος
μπορεί να ισχυριστεί ότι η συνεδρίαση θα είχε προηγηθεί, αλλά εγώ δεν
είμαι καθόλου βέβαιος αν αυτό έχει τηρηθεί σε όλα τα σχολεία με την
απαιτούμενη αυστηρότητα και θα το τεκμηριώσω ευθύς αμέσως συνδέοντάς το
με τον ρόλο των διευθυντών στην παράγραφο που ακολουθεί.
Ποια ήταν η στάση των διευθυντών στη διαδικασία
συγκέντρωσης υπογραφών; Είναι σίγουρο ότι οργανώθηκε συνεδρίαση του
Συλλόγου Διδασκόντων με την απαιτούμενη σπουδή για τη συμμετοχή όλων;
Είναι σίγουρο ότι, καθώς πλησιάζουν οι ημέρες των γιορτών και τα σχολεία
ασχολούνται με εκδηλώσεις, δεν χρησιμοποιήθηκαν προφάσεις για να
ολοκληρωθεί πρόχειρα η διαδικασία; Είναι σίγουρο ότι κάποιοι
φιλοκυβερνητικοί διευθυντές (δηλαδή ένα σημαντικό ποσοστό αυτού του
συνόλου) δεν άσκησαν πιέσεις και εκφοβισμούς για να μην υπογραφεί η
λίστα; Είναι σίγουρο ότι δεν μεθοδεύτηκαν ήπιοι τρόποι για να
υποβαθμιστεί και να υπονομευτεί η πολιτική σημασία της δράσης;
Προσωπικά εκτιμώ ότι, δυστυχώς, αρκετά από τα
παραπάνω έχουν συμβεί και πως αυτό θα φανεί στα αποτελέσματα.
Αναρωτιέμαι όμως: πώς πρέπει να αντιδράσει η Ομοσπονδία στην περίπτωση
που κάποιος διευθυντής κάνει χρήση του αξιώματός του για να ασκήσει
πολιτική επιρροή ή ακόμη και εκφοβισμό; Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα
σοβαρό. Από τη στιγμή που ο διευθυντής αποκτά εξουσίες με την
αξιολόγηση, στην ουσία, όσο δημοκράτης και να είναι ο ίδιος, η δημιουργία ιεραρχικής δομής εντός του Συλλόγου Διδασκόντων καταργεί άμεσα την πολιτική ισότητα των μελών του. Αυτό,
πέρα απ’ το ότι αποτελεί ένα πρόσθετο επιχείρημα ενάντια στην
αξιολόγηση, θέτει έναν έντονο προβληματισμό για τη νομιμότητα της
πολιτικής συμμετοχής και της δημοκρατικής δράσης των διευθυντών.
Φοβάμαι πως, με την κατάργηση της πολιτικής ισότητας, δεν θα είναι
καθόλου άδικη η εξαίρεση και η απομάκρυνση κάποιων διευθυντών από τις
πολιτικές διαδικασίες που αφορούν το συνδικάτο. Πρόκειται για ένα ζήτημα
που η ΔΟΕ θα πρέπει -κατά τη γνώμη μου- να αντιμετωπίσει άμεσα,
διεκδικώντας επίμονα μια θέσπιση (ή αυτοθέσπιση αν η πολιτεία κλείνει τ’
αυτιά της) που να προστατεύει επαρκώς το δημοκρατικό χαρακτήρα των
ενδοσχολικών συνεδριάσεων, τη δημοκρατική λειτουργία γενικώς.
Ένα τέταρτο ζήτημα που αναμένεται να επηρεάσει τα
αποτελέσματα είναι η πολιτική στάση μιας μερίδας εκπαιδευτικών (πέρα από
όσους συμφωνούν με τα νομοθετήματα), οι οποίοι εκτιμώ ότι δεν θα
υπογράψουν. Πρόκειται για όσους απέχουν σταθερά από την πολιτική για
τους δικούς τους λόγους: ο εθελόδουλος (αυτός που για δικούς του λόγους
αδυνατεί να καταλάβει ότι οι πολλοί μπορούν να υπερισχύσουν των λίγων),
ο ατομικιστής (π.χ. ο αδιάφορος που βρίσκεται ήδη στο βαθμό Β), ο
βολεμένος (ο/η σύζυγος σε νοικοκυριό ανώτερης τάξης), ο κάθε λογής
μηδενιστής, θα απέχουν σίγουρα από αυτή όπως και από κάθε άλλη
συνδικαλιστική - πολιτική διαδικασία.
Για όλους τους παραπάνω λόγους εκτιμώ ότι η συλλογή υπογραφών πιθανόν να αποφέρει αποτελέσματα κατώτερα του αναμενομένου, κάτι
που η Ομοσπονδία πρέπει να είναι έτοιμη να διαχειριστεί και να
«μπαλώσει» επικοινωνιακά προστρέχοντας σε ενδεχομένως πολύπλοκες και
σχοινοτενείς αναλύσεις, αλλά και να χρεωθεί η ίδια ως εσφαλμένη πολιτική
επιλογή.
Αντίθετα, όπως υποστήριξα σε κείμενο μου στις
24/11/13 στην ιστοσελίδα alfavita.gr, η διενέργεια πανεκπαιδευτικών
ψηφισμάτων με ψηφοφορία που δεν θα κοινοποιηθεί ονομαστικά θα υποχρέωνε
(μέσω της παρουσίας τους στους συλλόγους) περισσότερους εκπαιδευτικούς
να εκφράσουν την άποψη τους παρακάμπτοντας ταυτόχρονα τις όποιες φοβίες
τους, αφού θα αφαιρούσε από το οπλοστάσιο των συντηρητικών – φοβισμένων
το επιχείρημα ότι η ψήφος ενάντια στην αξιολόγηση θα μπορούσε να
επισύρει μελλοντικές τιμωρίες. Εδώ η Ομοσπονδία θα φρόντιζε απλώς να
ζητήσει και να ελέγξει αν τα ψηφίσματα ανά σύλλογο διδασκόντων
διεξήχθησαν κανονικά στα σχολεία όλης της επικράτειας και να αθροίσει τα
νούμερα των ψηφοφόρων. Επιπλέον, η συνέλευση θα ενίσχυε την
πολιτικοποίηση και το αγωνιστικό κλίμα για περαιτέρω δράσεις.
Παρ’ όλα αυτά, οι ανησυχίες που διατυπώνω
σχετικά με την πρόταση της Ομοσπονδίας δε σημαίνουν ότι δεν την υιοθετώ.
Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα υπέρ της συμμετοχής στη διαδικασία
των υπογραφών: αν ενδώσουμε στις φοβίες μας, απεμπολούμε εμπράκτως τα
δημοκρατικά μας δικαιώματα. Αυτό και μόνον αρκεί για να σπεύσουμε να το
υπογράψουμε επώνυμα, με ακόμη περισσότερο πάθος, διατρανώνοντας την
πρόθεσή μας να αντισταθούμε σε μια κοινωνία και μια εκπαίδευση μόνο κατ’
όνομα δημοκρατική. Συνεπώς το κίνητρο της συγγραφής αυτού του
κειμένου είναι να συνεισφέρω, αν αυτό είναι δυνατό, στη μέγιστη δυνατή
αποτελεσματικότητα των διεκδικήσεων του εκπαιδευτικού κινήματος, ζήτημα
το οποίο πρέπει να απασχολεί κάθε συνάδελφο.
Σκέφτομαι πως είναι πολύ πιθανό κάθε συνεπής
συνδικαλιστής να διαβάζει αυτές τις γραμμές με δυσφορία ή αποστροφή.
Αντιλαμβάνομαι απόλυτα μια τέτοια στάση. Ως ελεύθεροι άνθρωποι και
επιστήμονες εκπαιδευτικοί, είναι πολύ δύσκολο να δεχτούμε ότι, στην
εποχή μας, φτάνουμε στο σημείο να διεξάγουμε μια τέτοια συζήτηση, όπου
επανεξετάζονται αυτονόητες στάσεις ή κεκτημένα δικαιώματα δεκαετιών και
υπενθυμίζονται στοιχειώδεις επαγγελματικές και συνδικαλιστικές
υποχρεώσεις. Αν επιχείρησα κάτι τέτοιο, αυτό οφείλεται στην πεποίθησή
μου ότι, δυστυχώς, ως συλλογικό πολιτικό υποκείμενο δεν έχουμε καταφέρει
να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και, επίσης, ότι μπορούμε να
γίνουμε καλύτεροι από αυτό που είμαστε, μόνον αν γνωρίζουμε ακριβώς
ποιοι πραγματικά είμαστε. Κι αυτό το τελευταίο η ΔΟΕ αλλά και καθένας
από μας δεν πρέπει να το παραγνωρίζει.
Ευθύμης Τσιλικίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου